ἁλικρόκαλος

ἁλικρόκαλος
ἁλι-κρόκᾰλος, ον,
A shingly, pebbly, Orph.A.335.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλικρόκαλος — ἁλικρόκαλος, ον (Α) (ακτή) σκεπασμένη με χαλίκια, γεμάτη χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κροκάλη] …   Dictionary of Greek

  • ἁλικροκάλους — ἁλικρόκαλος shingly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”